ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ουαρλπίρι (η) (γλώσσα) | Warlpiri |
Ουάππο (η) (γλώσσα) | Wappo |
Ουαμελουλτεκική (η) (γλώσσα) | Huamelultec |
Ουαλλικά | CY |
Ουαλλικά | Welsh |
Οτόμι (η) (γλώσσα) | Otomi |
Οτομανγκουεϊκή (η) (γλώσσα) | Oto-Mangue |
Οτομανγκουεϊκή (η) (γλώσσα) | Otomanguean |
Όστυακ (η) (γλώσσα) | Ostyak |
οστεώδες σπειροειδές έλασμα (το) | osseous spiral lamina |