ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

160 results
Greek Term English Term
νοητική τύφλωση (η) mind blindness
Νιοστό χαρακτηριστικό (το) n-ary feature
Ν-τονούμενο (το) n-bar
ν-γράμμα (το) n-gram
Ναουρού (η) (γλώσσα) NA
Ναχάλι (η) (γλώσσα) Nahali
Ναχουάτλ (η) (γλώσσα) Nahuati
Ναχ (η) (γλώσσα) Nakh
Ναχονταγεστανική (η) (γλώσσα) Nakh-Dagestan
Ναχονταγεστανική (η) (γλώσσα) Nakho-Dagestanian