ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μοντελοποίηση χρήστη (η) user modeling
μελέτες σχετικά με το χρήστη (οι) user studies
μεταβλητότητα variability
μεταβλητή (η) / μεταβλητός-ή-ό variable
μεταβλητός,-ή,-ό variable
μεταβλητή ενσωμάτωση (η) variable embodiment
μεταβλητές γλωσσικές variable linguistics
μεταβλητές variable linguistics
μεταβλητή λέξη (η) variable word
μαλακός ουρανίσκος (o) velum