ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λέξη-wh (η) | wh-word |
λέξη–νυφίτσα | weasel word |
Λαϊκή Λατινική (η) (γλώσσα) | VulgarLatin |
λωρίδα φώνησης | voice bar |
λέξη λεξιλογίου (η) | vocabulary word |
λεξιλογικός έλεγχος | vocabulary control |
λεξιλόγιο (το) | vocabulary |
Λεκτική vs. μη λεκτική επικοινωνία (η) | verbal v. non-verbal communication |
λεκτικό ρεπερτόριο (το) | verbal repertoire |
λεκτικό παιχνίδι(το) | verbal play |