ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

616 results
Greek Term English Term
λαρυγγικοί φθόγγοι (οι) laryngeals
λαρυγγικός κόμβος (ο) laryngeal node
λαρυγγικός,-ή,-ό laryngeal
Λαρυγγογράφημα (το) Laryngogram
λαρυγγογραφία (η) laryngography
λαρυγγογράφος (ο) laryngograph
λαρυγγοποιημένη φώνηση creaky voice
Λαρυγγοποιημένος-η-ο, Laryngealized
λαρυγγοποίηση (η) laryngealization
λαρυγγοσκόπιο (το) laryngoscope