ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κωδικολέξη (η) codeword
κωδικολεξικό (το) codebook
κωδικοποίηση encoding
κωδικοποίηση (η) codification
κωδικοποίηση (η) coding
κωδικοποίηση γραμμικής πρόβλεψης (η) linear predective coding
κωδικοποιησιμότητα (η) codability
κωδικοποιητής encoder
κωδικοποιητής (ο) coder
κωδικοποιητής-αποκωδικοποιητής CODEC