ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
Κύριος-α-ο/ ανεξάρτητος-η-ο / υπερκείμενος-η-ο main / independent / superordinate
κύριος τόνος (ο) main accent
κύριος όρος (ο) primary term
κύριος proper
κύριος major
κυριολεκτικός-ή-ό literal
κυριολεκτική/"επί λέξει"/επιφανειακή κατανόηση (η) literal comprehension
κυριολεκτική σημασία (η) literal meaning
κυριολεκτική παραφασία (η) literal paraphasia
κυριολεκτική μετάφραση (η) literal translation