ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
καθαρολόγος (ο) | purist |
Καθαρότητα | Purity |
καθαρότητα | Purity |
κάθετη εξάρτηση | daughter-dependency |
Κάθετη εξάρτηση (η) | daughter-dependency |
Κάθετη ομαδοποίηση/κάθετη διάσπαση (η) | Vertical grouping / splitting |
κάθετος (η), πλάγια γραμμή (η) | solidus |
καθημερινό ύφος | vernacular style |
καθιερωμένη γλώσσα γενικευμένης σημείωσης (η) | Standard Generalised Markup Language (SGML) |
καθιερωμένη έννοια | established concept |