ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κινησιακός,-ή,-ό allative (all, ALL)
Κατάλογος Ηλεκτρονικών Κειμένων Άλεξ (ο) Alex Catalogue of Electronic Texts
κραυγή κινδύνου των πουλιών (η) alarm call of birds
κατασκευή μεταγενέστερης σκέψης (η) after thought construction
καθομιλουμένη των μαύρων / καθομιλουμένη των αγγλόφωνων αφροαμερικανών (η) African-American Vernacular English Black Vernacular English, Vernacular Black English, black English Vernacular, Afro-American English, Black English (BVE, BEV)
καταφατικός,-ή,-ό affirmative
κηδεστής (συγγενής) μετασχηματισμός (ο) affine transform
κανόνας προσάρτησης (ο) adjunction rule
κατηγορία επιθέτου (η) adjective category
κατευθυντήριες γραμμές επάρκειας του ΑΣΔΞΓ (Αμερικανικού Συμβουλίου Διδασκαλίας Ξένων Γλωσσών) (το) ACTFL proficiency guidelines