ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ικανότητα (η) ability
ιεραρχία προσβασιμότητας (η) accessibility hierarchy
ισχυρισμός (ο) allegation
Ινδιάνικες γλώσσες (οι) American Indian languages
ιεραρχία εμψυχότητας (η) animacy hierarchy
Ισχυρισμός (ο), Βεβαίωση (η) assertion
ιδιότητα (η) attribute
Ιδιότητα (η) attribute
ισορροπία (η) balance
Ισορροπημένος–η-ο διπλόγλωσσος-η-ο /δίγλωσσος-η-ο balanced bilingual