ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

115 results
Greek Term English Term
ηγούμενο στοιχείο (το) lexical antecedent
ηγούμενο στοιχείο (το), σημείο αναφοράς (το) antecedent
ηγούμενος τόνος (ο) leading tone
ηθική δομή (η) ethic construction
Ηθική δοτική (η) Ethic(al) dative
ηλεκτρίτης electret
ηλεκτροαερομετρία electroaerometry
ηλεκτροαερόμετρο electroaerometer
ηλεκτρογλωττιδογράφος (ο) (ΗΓΓ) electroglottograph (EGG)
ηλεκτροκυματoγράφημα (το) electrokymograph