ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διάγραμμα Βεν (το) Venn diagram
διανυσματική κβάντιση  vector quantization
διακύμανση variance
δυναμικά μη τονισμένος-η-ο unstressed
δέκτης (ο) undergoer
Διαλυτικά μεταφωνίας (τα), ουμλάουτ umlaut
διπλοκατευθυντικό λεξικό (το) two-way dictionary
διθέσιο κατηγόρημα (το) two-place predicate
διθέσια αντίστροφα αντώνυμα two-place opposites
διμοραϊκές συλλαβές two-mora