ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δικατευθυντικό δίγλωσσο λεξικό (το) | bidirectional dictionary |
διακατευθυντικό λεξικό (το) | bidirectional dictionary |
διπλοκατευθυντικότητα (η) | bidirectionality |
διπλολειτουργικό λεξικό (το) | bifunctional dictionary |
διακλάδωση (η) | bifurcation |
δίγραμμα (το) | bigram |
δίγραμμα και τρίγραμμα | bigram and trigram |
διγραφία (η) | bigraphism |
Διπολικός-ή-ό | bijective |
διχειλικός,-ή,-ό | bilabial |