ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βραχύχρονος | short-term |
βραχύτατη μετακίνηση | shortest move |
βραχύς-εία,-ύ(φθόγγος) | short |
βραχυπρόθεσμη μνήμη | short-term memory (STM) |
βράχυνση | shortening |
βραχυλογία (η) | brachylogy |
βραχνή φωνή (η) | hoarse voice |
βραχέα συστατικά | short components |
βράδυνση (η) | lag |
Βραβείο Κινεζικής Λεξικογραφίας (το) | Chinese Lexicography Prize |