ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
βρεφική λέξη (η) nursery word
βρέφη κατώτερων ειδών (τα) bush baby
Βρετονική (η) BR
Βρετονική (η) Breton
Βρετανικός συγκειμενισμός/περιβαλλοντισμός/περικειμενισμός (ο), Βρετανική θεώρηση πλαισίου (η) British contextualism
Βρετανικό Κόρπους Ακαδημαϊκής Προφορικής Αγγλικής (BASE) (το) British Academic Spoken English (BASE) Corpus
Βρετανικό Εθνικό Κόρπους (το) BNC
Βρετανικό Εθνικό Κόρπους (BNC) (το) British National Corpus (BNC)
βρετανικά αγγλικά (τα) British English
βρετανικά (τα) Breton