ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βρεφική λέξη (η) | nursery word |
βρέφη κατώτερων ειδών (τα) | bush baby |
Βρετονική (η) | BR |
Βρετονική (η) | Breton |
Βρετανικός συγκειμενισμός/περιβαλλοντισμός/περικειμενισμός (ο), Βρετανική θεώρηση πλαισίου (η) | British contextualism |
Βρετανικό Κόρπους Ακαδημαϊκής Προφορικής Αγγλικής (BASE) (το) | British Academic Spoken English (BASE) Corpus |
Βρετανικό Εθνικό Κόρπους (το) | BNC |
Βρετανικό Εθνικό Κόρπους (BNC) (το) | British National Corpus (BNC) |
βρετανικά αγγλικά (τα) | British English |
βρετανικά (τα) | Breton |