ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
βαθεία πτώση (η) abstract case
βαθεία πτώση (η) deep case
βαθεία σημασιολογική πτώση (η) deep semantic case
βαθιά deep
βαθμιαία αντίθεση (η) gradual opposition
βαθμιαίοι μουσικοί τόνοι (οι) level tones
βαθμιαίος,-α,-ο gradual
βαθμίδα Ε (η) e-grade
βαθμίδα Ο (η) o-grade
βαθμίδες φωνηέντων (οι) vowel grades