ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
Αφρικάανς (τα) AF
αφοσίωση (γλωσσική) (η) loyalty (language)
Αφομοιωτικός-ή-ό assimilatory
αφομοίωση του μονού χαρακτηριστικού single-feature assimilation
αφομοίωση ολική total assimilation
αφομοίωση μερική (η) partial assimilation
αφομοίωση ηχηροποίησης (η) voicing assimilation
αφομοίωση εξ αποστάσεως (η) distance assimilation
αφομοίωση εξ αποστάσεως (η) distant assimilation
αφομοίωση (η) assimilation