- Αγγλικός Όρος
- Diminutive (dim, DIM)
- Κλάδος Γλωσσολογίας
- ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ
- Πηγές
- Trask (1993)
- Crystal (2008)
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
- Όρος
- σμικρυντικός-ή-ό / Υποκοριστικό (το) / υποκοριστικός-ή-ό
- Πηγή
- Crystal (2008)